κατάφημι

κατάφημι
κατάφημι (Α)
1. συναινώ με νεύμα, παραδέχομαι, συγκατανεύω
2. ανακοινώνω («νόμοι οὓς κατέφησεν θεὸς Ἰουδαίοις», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φημί «λέγω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καταφήσομεν — κατάφημι assent aor subj act 1st pl (epic) κατάφημι assent fut ind act 1st pl καταφίημι let slip down fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφαθέντι — κατάφημι assent aor part pass masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφαθήσεται — κατάφημι assent fut ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφαίην — κατάφημι assent pres opt act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφᾶσα — κατάφημι assent pres part act fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφάναι — κατάφημι assent pres inf act καταφά̱ναῑ , καταφαίνω declare aor opt act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφῆσαι — κατάφημι assent aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφήσαιμεν — κατάφημι assent aor opt act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφήσαντες — κατάφημι assent aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταφήσαντι — κατάφημι assent aor part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”